πολυδώρου

πολυδώρου
πολύδωρος
richly dowered
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πολυδώρου — Πολύδωρος richly dowered masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εκάβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασίλισσα της Τροίας, δεύτερη σύζυγος του Πριάμου και κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντα. Μητέρα δεκαεννέα παιδιών, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και ο ομηρικός ήρωας Έκτορας. Σύμφωνα με την παράδοση, αφού επέζησε από… …   Dictionary of Greek

  • POLYDORUS — I. POLYDORUS Lacedaemoniorum Rex, qui civibus, snis cum Messeniis viginti annorum bellô implicitis, tandem rei finem ut imponeret, et Messenios ad proelium eliceret, simulavit cum Theopompo, alterius familiae Rege simultatem: a cuius regressu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αυτονόη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μια από τις Νηρηίδες. 2. Κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας, σύζυγος του Αρεταίου και μητέρα του Πολύδωρου, αδελφή της Σεμέλης, της Ινώς και της Αγαύης. Οι δύο τελευταίες και η Α., μέσα σε βακχική μανία, καταξέσχισαν… …   Dictionary of Greek

  • Λάβδακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της Θήβας, γιος του Πολύδωρου και εγγονός του Κάδμου και της Αρμονίας. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Λ. βρέθηκε κάποτε σε πολεμική σύγκρουση με τον Πανδίονα, τον βασιλιά της Αθήνας, στην οποία ηττήθηκε. Οι απόγονοί… …   Dictionary of Greek

  • Μολοσσών, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ιωαννίνων, που συστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τον πρώην δήμο Βερενίκης, καθώς και τις κοινότητες Αετοπέτρας, Βουτσαρά, Βρυσούλας, Γιουργάνιστας, Γκριμπόβου, Γρανίτσης, Γρανιτσοπούλας, Δεσποτικού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”